μερσίνη

μερσίνη
η мирт, миртовое дерево

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μερσίνη" в других словарях:

  • μερσίνη — μερσίνη, η και μερσίνα, η το φυτό μυρτιά, η μυρσίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μερσίνη — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 19 κάτ.) της Δονούσας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Δονούσης του νομού Κυκλάδων. * * * και μερσινιά, η 1. κοινή ονομασία τού θαμνώδους και αρωματικού φυτού… …   Dictionary of Greek

  • μυρσίνη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ., κάτ. 193 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σητείας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 53 κάτ.) της Τήνου. Υπάγεται διοικητικά στον …   Dictionary of Greek

  • Greek exonyms — Below is a list of modern day Greek language exonyms for European places outside Greece. Place names that are not mentioned are generally referred to in Greek by their respective names in their native languages, or at the closest pronunciation a… …   Wikipedia

  • Donousa — Vorlage:Infobox Insel/Wartung/Fläche fehlt Donousa (Δονούσα) Donousa im Nordosten der Kleinen Kykladen Gewässer …   Deutsch Wikipedia

  • Donoussa — Gemeinde Donousa Κοινότητα Δονούσης (Δονούσα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Donoússa — Gemeinde Donousa Κοινότητα Δονούσης (Δονούσα) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • Zephyrium (Titularbistum) — Zephyrium (ital.: Zefirio) ist ein Titularbistum der römisch katholischen Kirche. Es bezieht sich auf die antike Stadt Zephyrium bzw. spätere Hadrianopolis, das heutige Mersin in der Südost Türkei. Die altgriech. Bezeichnung ist Zephyrion… …   Deutsch Wikipedia

  • άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… …   Dictionary of Greek

  • μερσίνι — (I) το [μερσίνη] ο καρπός τής μερσίνης. (II) το άλλη κοινή ονομασία για το ψάρι μουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mersin] …   Dictionary of Greek

  • μερσινιά — η βλ. μερσίνη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»